υλιστικός

υλιστικός
-ή, -ό / ὑλιστικός, -ή, -όν, ΝΑ
νεοελλ.
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον υλισμό ή στον υλιστή, ματεριαλιστικός («υλιστική θεωρία»)
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ὑλιστικόν
οτιδήποτε ανήκει στον υλιστήρα.
επίρρ...
υλιστικώς και υλιστικά Ν
σύμφωνα με τη θεωρία τού υλισμού, από την άποψη τού υλισμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑλίζω «διηθώ, στραγγίζω». Ο τ. με τη νεοελλ. του σημ. < υλιστής* μαρτυρείται από το 1865 στο περιοδικό Χρυσαλίδα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • υλιστικός — ή, ό επίρρ. ά που ανήκει ή αναφέρεται στον υλισμό ή στον υλιστή (βλ. λ.), ο ματεριαλιστικός: Υλιστική θεωρία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θετικισμός — Φιλοσοφικό κίνημα του 19ου αι. Θεμελιωτής του υπήρξε ο Ογκίστ Κοντ, που διέκρινε τρεις περιόδους ή ηλικίες του ανθρώπινου πνεύματος και της ιστορίας του: α) τη θεολογική, όπου κυριαρχεί η ερμηνεία με βάση τη θεία, προσωπική θέληση· β) τη… …   Dictionary of Greek

  • ματεριαλιστικός — ή, ό [ματεριαλιστής] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ματεριαλισμό ή στον ματεριαλιστή, υλιστικός. επίρρ... ματεριαλιστικά με τρόπο ματεριαλιστικό …   Dictionary of Greek

  • παχυμερής — ές, ΝΑ υλιστικός, πεζός, προσηλωμένος στα εγκόσμια αρχ. 1. αυτός που αποτελείται από παχιά ή αδρά μέρη, σωματώδης, εύσωμος 2. σωματικός, υλικός 3. πρόχειρος και χονδρικός, κατά προσέγγιση 4. μτφ. παχύς 5. το ουδ. ως ουσ. τὸ παχυμερές το πυκνό… …   Dictionary of Greek

  • παχύς — ιά, ύ και παχιός, ιά, ιό / παχύς, εῑα και ιων. τ. έα, ύ, ΝΜΑ 1. αυτός που έχει αρκετό ή υπερβολικό πάχος, χοντρός 2. (για πρόσ. και ζώα) (στην κυριολ. και μτφ.) αυτός που έχει πολύ λίπος στο σώμα του, παχύσαρκος νεοελλ. 1. (για μουστάκι) πυκνό 2 …   Dictionary of Greek

  • σαρκικός — ή, ό / σαρκικός, ή, όν, ΝΜΑ [σάρξ, σαρκός] 1. αυτός που αποτελείται από σάρκα, ο σάρκινος 2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην σάρκα, δηλαδή στην υλική υπόσταση τού ανθρώπου, σε αντιδιαστολή προς το πνεύμα και την ψυχή, ο σωματικός (α. «σαρκικός …   Dictionary of Greek

  • υλικός — ή, ό επίρρ. ά 1. που ανήκει ή αναφέρεται στην ύλη (σε αντιδιαστολή με το πνεύμα και την ψυχή), ο γήινος, ο φθαρτός: Υλικά αγαθά. 2. σαρκικός, υλιστικός, αισθητικός: Υλικές απολαύσεις. 3. το ουδ. ως ουσ., υλικό (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”